- νεωτερισμῶν
- νεωτερισμόςattempt to changemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεωτερισμός — ο (Α νεωτερισμός) [νεωτερίζω] 1. (γενικά) ενέργεια που γίνεται προκειμένου να επιτευχθεί μεταβολή, πρωτοτυπία καινοτομία νεοελλ. 1. μεταβολή στη σκέψη, στις αντιλήψεις ή στον τρόπο ζωής, υιοθέτηση νέων ιδεών ή συστημάτων 2. μόδα, συρμός 3. (στο… … Dictionary of Greek
δίαιτα — Ονομασία των συνελεύσεων ορισμένων γερμανικών λαών (Φράγκων, Λογγοβάρδων κλπ.) και αργότερα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες λάμβαναν τις σοβαρότερες αποφάσεις για τη ζωή του κράτους (πόλεμος, ειρήνη, νόμοι, εκλογή βασιλιάδων κλπ.).… … Dictionary of Greek
καινοτομία — η (AM καινοτομία) [καινοτομώ] 1. νεωτερισμός 2. επινόηση, εφεύρεση («καινοτομίαι ὀνομάτων», Πλάτ.) 3. το καινοφανές, το παράδοξο και ασυνήθιστο («τόλκαν και κόμπον ἐν ταῑς καινοτομίαις ἐπαγγελλόμενον», Πλούτ.) (νεοελ. μσν.) αλλαγή, μεταρρύθμιση… … Dictionary of Greek
καμπούκι — Είδος λαϊκού ιαπωνικού θεάτρου, το οποίο εμφανίστηκε στις αρχές του 17ου αι. Βασιζόταν κυρίως στον χορό και στην παντομίμα, τα οποία εναλλάσσονταν με κωμικά ιντερμέδια. Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρώτες παραστάσεις κ. ανέβηκαν στη σκηνή από τη… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μοντερνισμός — Λογοτεχνικό κίνημα, που εκδηλώθηκε κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αι. στην ισπανόφωνη Αμερική ως αντίδραση προς τις απηρχαιωμένες μορφές του ρομαντισμού. Στην αρχική τους αυτή αντίδραση, οι μοντερνιστές χρησιμοποίησαν τις νέες τάσεις της… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
μόδα — Όρος που δηλώνει τη διάδοση μιας ορισμένης συνήθειας, της οποίας εκφράζει κυρίως τον επίκαιρο και εντυπωσιακό χαρακτήρα. Από αυτό προέρχεται η γνώμη πως η μ. είναι ένα παροδικό, επιπόλαιο φαινόμενο, χωρίς καμιά πραγματική ή ιδεολογική υπόσταση,… … Dictionary of Greek
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek
ταπισερί — Διεθνώς αποδεκτός όρος για τον χαρακτηρισμό διακοσμητικού χειροποίητου υφαντού, λεπτής και επίπονης επεξεργασίας. Ο όρος είναι γαλλικός (tapisserie) και υποδηλώνει χαλί του τοίχου. Πριν από την εμφάνιση των χαλιών του τοίχου σκέπαζαν ολόκληρους… … Dictionary of Greek